- υπόκλοπος
- -ον, Α1. κρυμμένος, κρυφός2. πανούργος, δόλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόκλοπος — guileful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκλοπον — ὑπόκλοπος guileful masc/fem acc sg ὑπόκλοπος guileful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκλοπούμαι — έομαι, Α παραμένω κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. ὑποκλέπτω και υπόκλοπος δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για μετονοματικό παρ. τής λ. ὑπόκλοπος ή για επιτ. επαναληπτικό τ. τού ρ. ὑποκλέπτω σχηματισμένο από την… … Dictionary of Greek